- πρεσβυτέρους
- πρέσβυςold manmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
MANUS — I. MANUS apud Quintilianum l. 5. c. 13. Ut gladiatorum manus, quae secundae vocantur, fiunt et tertiae, si prima ad evocandum adversarii ictum prolata erat, et quartae, si geminata captatio est, ut bis cavere bis repetere oportuerit: sunt… … Hofmann J. Lexicon universale
PRESBYTER — I. PRESBYTER Hebr. Zeken, i. e. Senior, nomen titulusque eminentioribus olim, adeoque Praefectis Iuridicis Israelitarum, iam per intervallum Legis dationem in Sinai antevertens, tribui solitus et quidem his inprimis, uti vidimus supra, voce Iudex … Hofmann J. Lexicon universale
αρχιπρεσβύτερος — ο (Μ ἀρχιπρεσβύτερος) ο πρώτος ανάμεσα στους πρεσβύτερους νεοελλ. τίτλος ο οποίος απονέμεται από την εκκλησιαστική Αρχή σε πρεσβύτερους που διακρίθηκαν για το ήθος, τη μόρφωση και τη δράση τους μσν. αρχιερατικός επίτροπος, πρεσβύτερος ο οποίος… … Dictionary of Greek
Tratados entre Roma y Cartago — Relieve de una corbita romana encontrado en las ruinas de Cartago. La disputa en el control del comercio marítimo entre ambas naciones llevó a que se ensayaran, en diversos acuerdos, repartos de áreas de influencia en el Mediterráneo. Los… … Wikipedia Español
руковозложение — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} = сущ. (греч. χειροθεσία, χειροτονία)… … Словарь церковнославянского языка
INUNCTIO — infirmorum memorata Iacobo c. 5. v. 14. Α᾿ςθενεῖ τις εν ὑπῖν; προςκαλεσάςθω τοὺς πρεσβυτέρους τῆς Ε᾿κκλησίας, καὶ προσευξάςθωσαν ἐπ᾿ αὐτὸν, ἀλείψαντες αὐτὸν ἐλάιῳ εν τῷ ὀνόματι τȏυ Κυρίου etc. Infirmatur aliquis inter vos accersat Presbyteros… … Hofmann J. Lexicon universale
SENIORES — pro Regni Magnatibus, alias Antiquiores dict: Concil. sub Henric. II. apud Henr. Spelmann. Glass. Archaeol. Aepol Germanos Seniorum, qui honores geslerant, et pace ac bellô inclaruerant, maxima olim auctoritas. Horum praecripue consiliô Resp.… … Hofmann J. Lexicon universale
αποκριά — Στην εκκλησιαστική ορολογία, η λέξη α. σημαίνει την τελευταία ημέρα της κρεοφαγίας πριν από την περίοδο της νηστείας. Έτσι στο πλαίσιο της Εκκλησίας, μέρες α. είναι εκείνες που προηγούνται των τεσσάρων μεγάλων νηστειών, δηλαδή της Μεγάλης… … Dictionary of Greek
αρχιμανδρίτης — Ο προϊστάμενος της πνευματικής μάνδρας, δηλαδή ο ηγούμενος ενός μοναστηριού. Ο τίτλος αυτός δόθηκε για πρώτη φοράστους ηγούμενους των μοναστηριών της Μεσοποταμίας, που τα ονόμαζαν συνήθως μάνδρες. Από τα μοναστήρια αυτά, ο τίτλος μεταδόθηκε και… … Dictionary of Greek
διάκονος — Ο πρώτος και κατώτερος από τους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης. Τον τίτλο αυτόν απένεμε η αρχαία Εκκλησία σε όλους εκείνους, αποστόλους και πιστούς, που βοηθούσαν στις πιο ταπεινές υπηρεσίες, όπως η καθαριότητα και η φροντίδα των ιερών σκευών, γιατί … Dictionary of Greek